Σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας το 1999 η κακοποίηση ή κακομεταχείριση του παιδιού περιλαμβάνει όλες τις μορφές σωματικής ή συναισθηματικής κακής μεταχείρισης, σεξουαλικής παραβίασης, παραμέλησης ή παραμελημένης θεραπευτικής αντιμετώπισης ή εκμετάλλευσης για εμπορικούς σκοπούς, η οποία καταλήγει σε συγκεκριμένη ή εν δυνάμει βλάβη που αφορά τη ζωή και την ανάπτυξη του παιδιού, στα πλαίσια μιας σχέσης ευθύνης, εμπιστοσύνης και δύναμης.
Συχνότερες μορφές κακοποίησης-παραμέλησης των παιδιών αποτελούν οι: ψυχολογική/συναισθηματική κακοποίηση- παραμέληση, σωματική κακοποίηση- παραμέληση, σεξουαλική κακοποίηση, συστεμική κακοποίηση (π.χ. από Υπηρεσίες, Ιδρύματα κλπ.), έκθεση σε σκηνές βίας, σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων, παιδικό trafficking, κακοποίηση μέσω Διαδικτύου, ασύμμετρη βία μεταξύ ανηλίκων (bullying)
Κάθε περίπτωση που το αποτέλεσμά της είναι ο σωματικός τραυματισμός ενός παιδιού από ένα ενήλικο άτομο που είναι υπεύθυνο γι’αυτό. Κάθε περίπτωση όπου ένας ενήλικος υπεύθυνος για ένα παιδί αποτυγχάνει –παρότι γνωρίζει τους κινδύνους- να το προστατεύσει από τραυματισμούς.
Η συμμετοχή ή η έκθεση παιδιών και έφηβων σε πράξεις με σεξουαλικό περιεχόμενο υποκινούμενες από κάποιον ενήλικα, που συνήθως έχει σχέση φροντίδας ή οικειότητας με το παιδί και οι οποίες έχουν ως σκοπό τη σεξουαλική διέγερση ή/και ικανοποίηση του ενήλικα. Συμπεριλαμβάνονται μορφές με φυσική επαφή (όπως ο βιασμός) και μορφές με μη φυσική επαφή (όπως παρακολούθηση, λήψη φωτογραφιών).
Παρ΄όλα, αυτά ΔΕΝ αποτελούν ή δεν υποδηλώνουν αναγκαστικά παραβιαστικές συμπεριφορές: το φυσιολογικό ενδιαφέρον, η περιέργεια των παιδιών και εφήβων για σεξουαλικά θέματα, οι φυσιολογικές -ανάλογα με την ηλικία- εκδηλώσεις σεξουαλικότητας των παιδιών και εφήβων ή εκδηλώσεις τρυφερότητας από τα παιδιά προς του ενήλικες ή το αντίστροφο.
Κάθε περίπτωση στην οποία οι βασικές συναισθηματικές / ψυχολογικές ανάγκες ενός παιδιού δεν ικανοποιούνται και αυτό έχει συνέπειες στη συμπεριφορά και την ανάπτυξή του. Για παράδειγμα περιπτώσεις συνεχούς εξευτελισμού, επιπλήξεων ή απειλών.
Κάθε περίπτωση όπου ο υπεύθυνος για τη φροντίδα ενός παιδιού συνεχώς εκθέτει το παιδί σε κίνδυνο ή συνεχώς αποτυγχάνει να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες του παιδιού με συνέπεια εμφάνιση προβλημάτων υγείας ή αναπτυξιακών προβλημάτων.
Εντοπίζεται σε πολλαπλές μορφές, όπως περιστάσεις όπου η διατροφή, η ιατρική φροντίδα, η ένδυση, η στέγαση, η σχολική φοίτηση ή η παρακολούθηση που παρέχεται στο παιδί είναι έντονα ανεπαρκής ή ακατάλληλη σε βαθμό τέτοιο που να παραβλέπεται ή να τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η υγεία και η ανάπτυξή του.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που κάνουν τα παιδιά να μη μιλήσουν γι’ αυτό που τους συμβαίνει. Κάποιοι από αυτούς θα μπορούσαν να είναι: φόβος για το δράστη ή τις συνέπειες που θα έχει η αποκάλυψη, φόβος ότι δε θα γίνουν πιστευτά, αισθήματα ενοχής, το γεγονός ότι δωροδοκούνται ή απειλούνται από το δράστη, ή ακόμα το γεγονός ότι δε γνωρίζουν τη γλώσσα και δεν γνωρίζουν πού να απευθυνθούν.
Παράγοντες που μπορεί να ενθαρρύνουν μια αποκάλυψη είναι η αίσθηση ότι υπάρχει ένας ενήλικας εμπιστοσύνης κοντά στο παιδί στον οποίο μπορεί να απευθυνθεί και να μιλήσει, η σταδιακή αντίληψη και συνειδητοποίηση αυτού που του συμβαίνει, το γεγονός ότι πλέον δεν μπορεί να κρύψει ή να διαχειριστεί τον πόνο που βιώνει, ψυχικό ή σωματικό, ή ακόμα ότι θέλει να προστατεύσει μικρότερα αδέρφια ή άλλα παιδιά από το να τους συμβεί το ίδιο.
ΚΑΘΕ περίπτωση για την οποία υπάρχει βάσιμη υποψία Κακοποίησης ή Παραμέλησης Παιδιού ΠΡΕΠΕΙ να αναφέρεται. Αναφορά θα πρέπει εξάλλου να γίνεται σε κάθε περίπτωση που ο οποιοσδήποτε έχει έστω ΕΝΑΝ λόγο να πιστεύει ότι η φυσική, νοητική ή ψυχολογική υγεία και ασφάλεια ενός παιδιού είναι ή ήταν σε κίνδυνο ως αποτέλεσμα κακοποίησης ή παραμέλησης. Δικαίωμα ή/και υποχρέωση αναφοράς έχει ο καθένας, αλλά ιδιαίτερα κάθε άτομο που στο πλαίσιο της εργασίας του έρχεται τακτικά σε επαφή με παιδιά.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Νομοθεσίας [Ν. 3500/2006], τα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας διώκονται αυτεπαγγέλτως, δηλαδή δεν χρειάζεται η καταγγελία του θύματος προς τις εισαγγελικές αρχές για την έναρξη ενεργειών διερεύνησης και των ενδεχόμενο άσκησης ποινικής δίωξης. Αρκεί δε η ενημέρωση της εισαγγελικής αρχής από οποιονδήποτε έχει γνώση του θέματος.
Αναφορά είναι η ανακοίνωση συγκεκριμένων σχετικών πληροφοριών σε έναν τοπικό φορέα προστασίας του παιδιού ή/και στην αστυνομία ή σε δικαστική αρχή σχετικά με ένα παιδί, για του οποίου την σωματική ή πνευματική υγεία ή ευεξία ο αναφέρων έχει βάσιμες υποψίες ότι βρίσκονται σε κίνδυνο ως αποτέλεσμα κακοποίησης ή/και παραμέλησης.
Μια αναφορά ΔΕΝ αποτελεί εκ των πραγμάτων επίσημη καταγγελία, αλλά μια προληπτική ενέργεια για επιβεβαίωση συγκεκριμένων πληροφοριών και περαιτέρω διερεύνηση
Το άτομο που κάνει την αναφορά ΔΕΝ είναι ερευνητής επιφορτισμένος με το έργο της επαλήθευσης των δηλώσεων που γίνονται από κάποιο παιδί ή με το να προβαίνει σε οριστικούς συμπερασμούς αναφορικά με την ύπαρξη ή την δυνητική ύπαρξη κακοποίησης ή παραμέλησης ενός παιδιού.
Αν ένα παιδί σας μιλήσει για κακοποίηση – παρενόχληση, διατηρήστε την ψυχραιμία σας, βοηθήστε το να σας πει αυθόρμητα τι έγινε αποφεύγοντας τις καθοδηγητικές ερωτήσεις και χωρίς να απορρίπτετε αυτά που σας λέει. Στηρίξτε το παιδί και διαβεβαιώστε το, πως δεν φταίει για ό,τι έγινε.
Αν το αίτημα για βοήθεια αγνοηθεί ή αν το παιδί αισθανθεί ότι δε γίνεται πιστευτό, θα δυσκολευτεί να ξαναπάρει το ρίσκο να μιλήσει άλλη φορά για το τι του συμβαίνει. Μην προσπαθήσετε να λύσετε μόνοι σας το πρόβλημα, ούτε να έρθετε σε επαφή με το δράστη αλλά κρατήστε τα στοιχεία επικοινωνίας του παιδιού και ενημερώστε το ότι θα πρέπει να αναφέρετε το συμβάν.
Με βάση τη Νομοθεσία: Ν. 3500/2006, Άρθρο 23: ο «Εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ο οποίος, κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού του έργου, με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, το διευθυντή της σχολικής μονάδας.
Ο διευθυντής της σχολικής μονάδας ανακοινώνει, αμέσως, την αξιόποινη πράξη στον αρμόδιο εισαγγελέα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ή την πλησιέστερη αστυνομική αρχή.
Την ίδια υποχρέωση έχουν οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές των ιδιωτικών σχολείων, καθώς και οι υπεύθυνοι των πάσης φύσεως Μονάδων Προσχολικής Αγωγής».
Σε περιπτώσεις μεμονωμένων περιστατικών βίας, μπορεί να είναι απαραίτητη η παραπομπή σε κάποια κοινοτική δομή ψυχοκοινωνικής μέριμνας (π.χ. Ιατροπαιδαγωγικό κέντρο, κέντρο Ψυχικής Υγείας παίδων και εφήβων, Κοινωνική Υπηρεσία Δήμου, Συμβουλευτικός Σταθμός Νέων κ.λπ.). Η παραπομπή αυτή οφείλει να γίνεται πάντα με κίνητρο την στήριξη της οικογένειας και την προστασία, ωστόσο, του παιδιού.
Σε μια τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να τονίζεται πως αν η οικογένεια διακόψει ή δεν δεχθεί την συνεργασία με την ψυχοκοινωνική υπηρεσία, ο/η εκπαιδευτικός θα είναι υποχρεωμένος/-η να προχωρήσει πλέον σε αναφορά.
Υπάρχουν σημάδια τόσο σωματικά όσο και στη συμπεριφορά του παιδιού που ενδεχομένως να συνδέονται με μια κακοποιητική κατάσταση. Μία ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά ή στη διάθεση, γενικότερα μπορεί να είναι ενδεικτική και θα πρέπει να συζητιέται με το παιδί. Τέτοιες συμπεριφορές περιλαμβάνουν ξαφνικό άγχος ή φόβο για συγκεκριμένες καταστάσεις, αιφνίδια πτώση στις σχολικές επιδόσεις, προβλήματα με το φαγητό ή με τον ύπνο. Το παιδί μπορεί επίσης να παρουσιάζει ανάρμοστη για την ηλικία του σεξουαλική συμπεριφορά. Σε ό,τι αφορά το σώμα, τα σημάδια μπορεί να είναι είτε εμφανή είτε να εκφράζονται με άλλα συμπτώματα, όπως πόνο ή ευαισθησία στην περιοχή των γεννητικών οργάνων.
Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις όπου δεν παρατηρούνται σημάδια - συμπτώματα στο παιδί/έφηβο που έχει υποστεί κακοποίηση, όπως επίσης και συμπεριφορές που μπορεί να αποτελούν μέρος της φυσιολογικής ανάπτυξης ενός παιδιού/εφήβου ή να συνδέονται με άλλες καταστάσεις. Όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των σημαδιών και όσο πιο απότομη η έναρξή τους τόσο περισσότερο υπάρχει λόγος προβληματισμού και ανάγκη για περαιτέρω εξέταση των αιτίων εμφάνισής τους.
Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε σε μορφή λίστας τα σημάδια τα οποία ενδεχομένως να συνδέονται με κακοποιητικές καταστάσεις ως εξής:
Σωματικά σημάδια
Σημάδια στη συμπεριφορά
Σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Άρθρο 40, παρ 1, 2, 3, περί υποχρέωσης Ιδιωτών, οι ιδιώτες οφείλουν στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο, αν αντιληφθούν οι ίδιοι αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως, να την αναγγείλουν στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο. Η αναγγελία αυτή μπορεί να γίνει είτε εγγράφως με αναφορά ή προφορικά, οπότε και συντάσσεται έκθεση.
Στην αναφορά ή στην προφορική δήλωση πρέπει να αναφέρονται όλες οι λεπτομέρειες που αφορούν την πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις.
Ακόμα κι αν περισσότεροι από ένας έχουν πληροφορίες για την αξιόποινη πράξη, η παραπάνω ευθύνη αφορά στον καθένα ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ.
Ειδικά η παρασιώπηση κακουργήματος (πχ. βαριά σωματικής βλάβη ανηλίκου, μεθοδευμένη (σκοπούμενη) σωματική βλάβη, βιασμός, αιμομιξία, κατάχρηση ανηλίκου σε ασέλγεια, αποπλάνηση παιδιού, μαστροπεία, ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής), το οποίο πληροφορήθηκε κάποιος ότι συνέβη ή μελετάται να συμβεί συνιστά ποινικό αδίκημα (Ποινικός Κώδικας 232, παράγραφος 1). Τέλος, προβλέπεται ρητά στο νόμο ότι δικαίωμα καταγγελίας αξιόποινων πράξεων που διώκονται αυτεπαγγέλτως έχουν όλοι και όχι μόνο αυτός που αδικήθηκε (Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Άρθρο 42, παράγραφος 1).
Αν το παιδί σας, σας μιλήσει για κακοποίηση – παρενόχληση, διατηρήστε την ψυχραιμία σας, ακούστε τι έχει να σας πει χωρίς να προσπαθείτε να βγάλετε βιαστικά συμπεράσματα και χωρίς να το ενοχοποιήσετε. Διαβεβαιώστε το ότι δεν φταίει αυτό για ό,τι του συμβαίνει. Μην αντιδράσετε υπερβολικά, γιατί ενδέχεται να το τρομάξετε και να το αποτρέψετε από το να σας μιλήσει ξανά στο μέλλον. Ζητήστε ψυχολογική βοήθεια ή/και ιατρική εξέταση και απευθυνθείτε άμεσα στις αστυνομικές/δικαστικές αρχές.
Αν μια συμπεριφορά με προβληματίζει, με φοβίζει ή δε με κάνει να αισθάνομαι άνετα, δεν το κρατάω μυστικό, έστω κι αν ντρέπομαι ή αισθάνομαι ότι έχω κάποια ευθύνη κι εγώ γι’ αυτό που συμβαίνει. Η ευθύνη σε περιπτώσεις σεξουαλικής βίας ή παρενόχλησης παιδιών και εφήβων είναι ΠΑΝΤΑ του ενήλικα και σε καμία περίπτωση του ανήλικου.
Απευθύνομαι, επομένως, άμεσα σε έναν ενήλικα που εμπιστεύομαι και θεωρώ ότι θα μπορούσε να με ακούσει και να με βοηθήσει.
Γονείς, συγγενείς, οικογενειακοί φίλοι, γείτονες, εκπαιδευτικοί, ειδικοί (γιατροί, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί), αστυνομικοί, εισαγγελείς ανηλίκων. Υπάρχουν επίσης τηλεφωνικές γραμμές όπως το Χαμόγελο του Παιδιού και ο Συνήγορος του Παιδιού, όπου ένας ανήλικος μπορεί να λάβει την απαραίτητη καθοδήγηση σχετικά με το πώς μπορεί να ενεργήσει σε περιπτώσεις κακοποίησης του ίδιου ή άλλων παιδιών.
Περισσότερες πληροφορίες για το πού μπορώ να απευθυνθώ σε ανάλογες περιπτώσεις μπορείτε να δείτε εδώ.
Απευθύνομαι σε έναν αξιόπιστο ενήλικα και αναφέρω αυτά που έμαθα με ακρίβεια. Προστατεύω τον φίλο/τη φίλη από ενδεχόμενα επικριτικά σχόλια και κουτσομπολιά, αναφέροντας όσα έμαθα μόνο στα κατάλληλα αξιόπιστα ενήλικα πρόσωπα.
Μονάδα Ψυχοκοινωνικής Παρέμβασης παιδιών και εφήβων
Ζαμπελίου 32, 74100 Ρέθυμνο
τηλ. 2831053100-53105
e-mail: [email protected]
Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού
Φωκίδος 7, 11526 Αθήνα
τηλ. 2107715791
φαξ 2107793648
www.ich-mhsw.gr
e-mail: [email protected]